- επιφυλάσσω
- επιφυλάσσω, επιφύλαξα βλ. πίν. 27
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επιφυλάσσω — (Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω) φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη τού επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.) νεοελλ. μέσ.… … Dictionary of Greek
επιφυλάσσω — επιφύλαξα, επιφυλάχτηκα, μτβ. 1. κρατώ κάτι φυλαγμένο περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσω, το προετοιμάζω: Σου επιφυλάσσουν έκπληξη. 2. το μέσ., επιφυλάσσομαι έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή, έχω πρόθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφυλάττετε — ἐπιφυλάσσω watch for pres imperat act 2nd pl (attic) ἐπιφυλάσσω watch for pres ind act 2nd pl (attic) ἐπιφυλάσσετε , ἐπιφυλάσσω watch for imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλαττόντων — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc/neut gen pl (attic) ἐπιφυλάσσω watch for pres imperat act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάξαι — ἐπιφυλάσσω watch for aor inf act ἐπιφυλάξαῑ , ἐπιφυλάσσω watch for aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάττουσι — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιφυλάσσω watch for pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλαττέτω — ἐπιφυλάσσω watch for pres imperat act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάξαντες — ἐπιφυλάσσω watch for aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάσσοντες — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφυλάσσων — ἐπιφυλάσσω watch for pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)